Η ΄Ανοιξη βομβαρδισμένη
απ' τα έγχρωμα κουνούπια του Demerara
.

Ο ΄Ηλιος διαβάζει ποιητικά

περιττώματα στη Σόλωνος


Η διανόηση χειροκροτεί

υποτακτικές κυβερνήσεις

και


η ποιητική νομενκλατούρα
θ' αποφανθεί :

Διογένη Γαλήνη
δεν είσαι ποιητής

21.05.2012

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

ΔΗΜΟΣ ΒΙΛΑΕΤΗΣ : ΠΟΙΗΜΑΤΑ






ΔΗΜΟΣ ΒΙΛΑΕΤΗΣ
( 1948-2011 )

ΑΝΑΡΧΙΚΟΣ ,ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ


ΔΗΜΟΣ ΒΙΛΑΕΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Η ΠΡΑΞΗ

Το σχέδιο «Μέγας Κωνσταντίνος»

Εγκυμονούσε
κινδύνους, κι όμως έπρεπε·
στο πεζοδρόμιο να κατέβει.

Με τη λαμπρή στολή,
δεν θα ευδοκιμούσε
ανάμεσα στ’ ανυπόταχτο πλήθος,
θ’ αποδοκιμάζοταν
με τη κραυγή – Λαοκρατία.

Κι είχε αποτύχει
η τελευταία επιστράτευση.
Κι οι υπηρεσίες αγωνιούσαν
μπρος στη
πρωτάκουστη απροθυμιά.

Η ξένη γυναίκα
και τα λάφυρα
στη σύγκρουση
δεν σπρώχναν κανένα.

Τότες,
κι αφού η ολιγαρχία
δεν έφερε
σπουδαίες αντιρρήσεις,
ο Κωνσταντίνος
είδε το «θεό τους».

Είταν μεσημέρι.
Το φως πολύ.
Η παράδοση
των όπλων σύντομη.
Η συζήτηση ανύπαρκτη.
Μια λέξη μονάχα. «Νίκη».

Έτσι τουλάχιστον είπε.

Την επομένη
«ηθικού ερείσματος υπάρχοντος»
άρχισε η κατασκευή
των δια της βίας χριστιανών
και των χτιρίων
και βέβαια η μάχη.
Ένας φονιάς
κηρύχτηκε «ισόθεος».
Η Τάξη του κέρδισε.
Και ξαναπάθανε
η επανάσταση.

****

Η Υπόδειξη

Απλωθείτε
στο μνήμα σας
παρελθόν,
ο ουρανός
είναι στο μέγεθός σας.

***

Η Παρανόηση

Καθώς έδειξα σ’ ένα σημείο
τους ανδριάντες
που δεν στηθήκανε,
όλοι υποθέσανε
πως μίλαγα για κείνο,
ενώ εγώ έλεγα για σας
που έτσι
αισχρά αγνοηθήκατε.

****

Οι Σπονδές

Τι κρίμα
να ’σαι κτίριο αλεξαντρινό,
να ’χεις
όλη σου την αξία
εκεί αποθέσει
και ξένο
με τη δυστυχία των φελλάχων
να πεθαίνεις,
φορώντας
τη φαιδρή προμετωπίδα...
«Υπήρξανε
καιδω Έλληνες...».


*****

Αυτοί

Με τις κόρες.
Με την αποικία
Με το σύνορο
Με το εμείς
    και σεις.
Με το εμπόριο
της εσωτερικότητάς σας.
Με τη σιωπή μας.
Με τους τυχαίους αλλά βάναυσους.
Συνταξιδέψατε,
χωρίς ποτέ
να τους αντιληφθείτε.

Κάτω από ’να πέπλο
τρελλής συγκρότησης
αντιμετωπίσατε
την παραδοχή
των χωρίς αποτέλεσμα
γενναίων.

Έρχεται...
Έρχεται
Να τον βλέπεις,
κι ύστερα
μια μάζα κρέατα
και συλλογισμοί.
«Η Ανδρομάχη χάθηκε»
Κι αυτή... Κι αυτή.


*****


Θεώρημα

Αμάξι
Η αίσθηση όνειρο
Μπαρ.
Ρεύμα
με το προσωπικό σου
λαβύρινθο
Ζωντανό.

Τη ποιότητα
της απόλαυσης των λίγων
ανεβάσατε
στο ύψος του κόσμου,
μεταμορφώσατε
τη ζωή των σκλάβων,

απέχετε όμως,
πως να σας το πω,
αυτό
δεν είναι η ελευθερία.

Από νωρίς
σπίτι σου θα γυρνάς,
απόλυτος.
Όλα τα σχέδιά σου
θα ’ναι γνωστά.
Μια οικονόμα Ιουδέθ,
απαίσιων διαστάσεων,
θα σε συνοδέψει
ίσα με το τάφο.

Ήσυχες και διακριτικές
των τρένων οι πόρνες,
θ’ απορούνε
που δεν τις ακολούθησες.

Η διεθνής αλήθεια.
Η λύση.
Κάποιος
Ο πάταγος
Κι ο κατάλογος
που δε γράφει τ’ όνομά σου.

Επιστήμη
    Επιστήμη
είσαι τ’ αποτέλεσμα
ενός εκβιασμού
κορίτσι μου.

Ας συνεννοηθώ
με την αιτία μου.

Αυτός
ο Βησιγόθος έμπορος
τότε
είτανε ακίνητος.
Τα Εκβάτανα
είσανται μια αναίσθητη
πολιτεία.
Κανένα ζώο
δε σουρνώτανε στην έρημο.

Τα φτερωτά χτήνη
Η κνήμη.
Ο τίτλος.
Το όνομα Αρμαγεδών.
Η νύχτα.
Η προσφιλής νύχτα.
Ακόμα και το κάρρο
που κουβαλάει τις χλαμίδες μας
Παραδομένα στη παράλυση,
δεν εννοήσανε,
ανόητα αντισταθήκανε.
Υπάρχουνε.

Τέτοιος πού ’ναι,
μη τον πειράξετε
αυτόν,
είναι δικός μας.

Το ειδύλλιό μου
με το περιθώριο συνεχίζεται

Όλη μου
η σχέση δοκιμάζεται.
Τα σχέδιά μου χάνουνται.

Κι ο άνθρωπός μου,
εσείς,
είστε φαινόμενο πλέον
ερμηνευμένο.


***

Οι προϋποθέσεις

Χρηματίσατε άνανδρος
Κλείσατε τη πόρτα σας
στο κυνηγημένο.
Καταδώσατε στις Αρχές
μια αδιάφορη συζήτηση.
Ο σταυρός στο στήθος σας,
για λόγους τέχνης,
είναι αγκυλωτός.
Δηλώσατε.
Γενικά... Δηλώσατε.
Εύγε σας,
μπορείτε να φάτε
και να πλαγιάσετε
με την πολίτιδα Αντωνία.

*****

Η αίσθηση της αφής

Στην είδηση,
κάπου
μια νωχελική παρουσία,
ο Ταξικός Κένταυρος,
απ’ τη μέση κι απάνου
άνθρωπος,
απ’ τη μέση και κάτου
άλογο,
απ’ τη μέση κι απάνου
αντίλογος,
απ’ τη μέση και κάτου
συμφωνία...


***

Ο περιορισμός των διαστάσεων

Πώς;
Των ωραίων
τους καρπούς ν’ αγγίξουμε
για να
βουλώσουμε το στόμα
των μιας κάποιας ηλικίας
κυττάρων μας,

που
τα χέρια μας τα χώσαμε
μες σε συλλόγους,
που λατρευότανε απραξία,
«τα τρις
του έτους γεύματα»,
η τελετή της πίτας
το Μάρτη
κι η εφημερίδα
των χυδαίων συγχαρητηρίων.

Πώς;

Που τ’ όργανο της πάλης
άσκοπα κι ανόητα
χρησιμοποιήθηκε
κι η μήτρα
του αγώνα ξευτελίστηκε,
γεννώντας μέλη
με προγούλια
κι αυτιά κλειστά.

Κι όλα καλυφθήκανε,
ανώδυνα,
απ’ τη σφραγίδα
του διοικούντος ζώου.
Κι η έννοια σκοτώθηκε
μέσα στ’ όνομα
του συλλόγου
«Των εν Αθήναις
    Ένδοξων Ευβοέων».


****

Το καλοκαίρι

Καθώς
οι μέρες της εξέγερσης
δεν ρχόσανται,
κι ό,τι θέλησαν
να καταργήσουν
έζηγε
μέσα τους.

Όσοι αυτή
την παραβίαση
δεν ανέχονταν,
ένας – ένας
με μια πράξη
αυτόχειρες τέλειωσαν.

Και γιατί αυτή
η μορφή αγώνα
μάταιη είναι,
το βράδυ στη πλατεία
μίλαγαν
για τους χαμένους·
όλοι.

Μ’ αμφιβολίες λοιπόν
διάφορες
για το πρόσωπό τους,
και με των ταϊσμένων
το σκελετωμένο νου
μπλεγμένοι.

Δίχως τίποτα
να φαντάζονται,
κόντευαν να φτάσουν
στο καλοκαίρι
κείνου του χρόνου.


****

Η ομάδα

Πώς άλλαξε
η Τραπεζούντα
μόλις
έφτασε κοντά μας...
Ολονυχτίς
περιμέναμε
τα τελευταία της σπίτια,
αλλά το πρωί
φάνηκε ο στρατός.

Κυνηγημένοι
απ’ το ζώο Ισλάμ,
μ’ όλα
τ’ αρχεία καημένα
και τη ζωή
αμπολυτή σαν κοπρόσκυλο,
δίχως παρελθόν,
μ’ όλες τις μνήμες
συμπυκνωμένες
απάνου στο πετσί,
είπαμε.
«Αξίζει ο άνθρωπος».

Και φύγαμε
για την πόλη Ταρσό
να συζητήσουμε
για το δικαίωμα
του εμετού,
και την τύχη
των θριάμβων,
για το τέλος
της εξουσίας του χώρου.

Ασφυχτικά
στριμωγμένοι στο τραινό
μ’ άρχοντες
φοβηθήκαμε
τη σφαγή.

Αλλοίμονον
ο πλούτος.
Ο καρδινάλιος
ερωευμένος
με το βαρωνέτο,
ανταλλάσουνε τα κλειδιά
των πόλεων.

Βαρύτητα
είναι
η εθνική ιστορία!
Το ιδιωτικό
μουσείο των Ελλήνων.
Οι κοντυλοφόροι.
Η κρατική τους
χορηγεία.
Αυτό
το συμπαθές ζεύγος.
Ο έρως
των πραγμάτων.
Τ’ όνομά σας

Το κενό...
Το κενό...

Κάπου έξω απ’ το μούτρο σας
αρχίζει
το Πάνθεο των πληβείων.

Το όλον μου
αντιμετωπίζει
το κάτι σας.

Θα συλληφτούμε,
Θα θέσουμε τη σάρκα μας
στη διάθεση
των πυγμαίων σας.

Κι ύστερα
θα μετρηθούμε.
Όλοι κι όλοι
χίλια εκατομμύρια
μεταχειρισμένοι,
άχρονοι, ανυπόληφτοι,
προικισμένοι
με το λαϊκό ελάττωμα
της αγάπης,
υπήρχαμε.

****

Ο Αλκιβιάδης

Ω εσείς
πολίτη Αλκιβιάδη,
ολέθριε,
στον αστερισμό του Αίσχους,
με τις διαστροφές σας
την πορεία των ρουκετών
στ’ άστρα
ευκολύνατε.

Ήχοι
δολίων τυμπάνων
κοιμηθείτε.
Ο Λεωνίδας έπεσεν.
Τώρα
μόλις πολιορκούμε
την τοκογλυφία.

Γι αυτή τη σανίδα
συζητούσαμε
από χτες.

Αυτός
πιο λίγο φθαρμένος
απ’ τους υπόλοιπους,
δεν το φοβότανε
για τον
τελευταίο Εμφύλιο
να μιλάει.

Χρωματίζω
τη σκουριασμένη αγχόνη.
Με τις υποσχέσεις των
σκέφτομαι,
πως κάποιος πρέπει
να τα βάλει.

Οίκτο

Κυκλοφορούσε
με δέρμα αντιλόπης,
κουλός κρατώντας
μια ρακένδυτη μαγκούρα.

Είστε μηδέν.
Είστε σύμβουλος
Είστε η απόφαση.
Είστε ο ίδιος
ο μετασχηματισμός.
Αντίς το μυαλό τους
οι σύνεδροι
τα πήλινα αχαμνά τους
ξύνουνε.
Δεν ακούγεται.

Το άστρο
εύθυμο ωραιάζεται.

Ακολουθεί μάζωξη
φονιάδων ή σπερμάτων,
δε ξεχωρίζει
από μακριά.
Κανείς
δεν παίρνει το λόγο.

Ας σταματήσουμε
απότομα στη γωνία,
έφηβε,
ν’ αφήσουμε τη φρίκη
να μας προσπεράσει.

Όσο υπάρχει φαΐ
και το θέαμα μένει ζωντανό
δεν
γίνεται εξέγερση.

****


Η περίοδος

Να ’ρθείς
Γυναίκα
επιτέλους το βράδυ.

Τα πράγματα
μέσα μας
θα ’χουνε κρυφτεί
κι ο Τόπος γυμνός,
μοναδικά ντυμένος,
θα μνημονεύει
τα ονόματά μας.
«Χρυσάνθη,
Χρυσάνθη,
Χρυθάνθη...»

Από τις εξουσίες·
θα υπάρχουμε
μονάχα Εμείς
με τα προσωπικά μας
είδη
τα μέλη του κορμιού
ανακατεμένα
με τον ήχο μας.

Και θα συζητάμε,
θα συζητάμε μεγαλόφωνα,
στη μέση των δρόμων
σ’ ανοιχτή συνέλευση.

Εδώ
    ζωή
    Μίλησα.
Είπα για μας,
    για τη φωνή μας.
Την πράξη μας.








******

ΤΟ ΤΥΧΑΙΟ


********


Ο δρόμος Γκρενέλ

Φτάνανε κι άλλοι
κι ύστερα
κι άλλοι κι άλλοι.
Οι περιοχές
γιομίζανε ανθρώπους.
Χωρίς έρωτα
τώρα το πράγμα
φαινόταν απλό.

Αντηχούσε
μια
παράξενη μουσική.
Τη λέγανε
των φως του θανάτου.

Κι όλο ερχόσανται
άνθρωποι
κρατώντας πανέρια
γιομάτα γης.

Τ’ αδειάζανε, φεύγανε
και πάλι
απ’ την αρχή.

Δεν προφταίνανε
για πράγματα πολλά.

Μ’ αρέσει αυτή η διαδικασία.

Κοιμήθηκα,
θυμάμαι,
κάτου από μια βελανιδιά
την πρώτη νύχτα,
την είχε κουβαλήσει
ένας κίτρινος.

Απ’ το στόμα μας
έτρεχε νερό.

Κάμποσοι θέλανε
να τα μαζώξουμε
και να φύγουμε.

Είπαμε να μείνουμε
και μείναμε.

Κυκλωμένοι
από γιγάντιους κρίνους,
πότε – πότε,
έφτανε στ’ αυτιά μας
η φωνή
των άλλων ομάδων.

Μ’ είχες ανάγκη
τότε Λευτεριά
γιατί με κάτι έπρεπε
να ζευγαρώσεις
κι αυτό ποτέ
δεν μπορεί
να είτανε ένα φίδι.

Ακόμα μ’ απασχολεί
η πρώτη σου αδιαλλαξία.
Ναι, δεν με ήθελες.

Μετανοιωμένοι
που διώξαμε τα σύννεφα,
τόσο νερό
δεν ξέραμε
τι να το κάνουμε.

Μες στον κήπο
πάντα
γινότανε μια γλυκιά φασαρία.

Οι επαναστάτες.
Κι ο δρόμος Γκρενέλ
ερχόσανται κατά πάνου μας.

Οι συμφωνίες
δεν σταματήσανε κανέναν.

Κάπου – κάπου
ερχόσανται μαντατοφόροι
απ’ το μέλλον.
θα χάσατε. Θα χάσατε
λέγανε
κι αφανιζόσανται.

Εμείς πάντως ζούσαμε
ένα αξέχαστο
θαυμάσιο παρελθόν
όλο ρήτορες και όχλο.

Κάποτε
εσείς φύγατε.

Καλά μέχρι εδώ.
Καλά,
είχαμε φυλαχτεί απ’ το εύκολο.

Στο βάθος η ροζ πολιτεία
σαν
το συνοικιακό μας μπορντέλο,
με την απίθανη
κατά τη θάλασσα ορατότητα.

Μας σημάδεψε κι αυτός της
ο μύθος.

Δεν μένει
παρά να την υποστούμε.

Στο τέλος ο καθένας
ας κάνει ότι πιστεύει.

Απόψε σας θυμάμαι
όταν μας αφήσατε
κι ήρθαμε εδώ.

Τότε που το πάθος μας
δεν είχε
πού να στεγαστεί.

Τότε π’ ακολούθησε
εκείνο
το μεγάλο διάστημα
νεκρής αλληλεγγύης.

Τα ταμπούρλα, ξέρετε,
χτυπάνε
ταξική συμφιλίωση.
Λάθος ήχοι, φωνάξαμε,
έχουμε τόσον εκτεθεί.

Οι παραλίες γεμίσανε
τρελλούς εφήβους.
Άλλοι στο κολύμπι
    κι άλλοι στο μακελειό.

Ιούνης. Τίποτα.

Τις διαδηλώσεις μας
τις πήρε ο αγέρας.

Και φύσηξε πολύ
κείνη την εποχή.
Τόσο που τάραξε
τον έρωτα μας
με τη Λευτεριά.

Ω... ο πλανήτης
έχει πλάκα να τον ταξιδεύεις
με μηχανή
που ύστερα θα πουλήσεις.

Μ’ αρέσεις...

Οι δρόμοι
όλο καρπούς κι αρουραίους.

Μάης.
Καλοκαιρινή νάρκη.
Οι εργάτες
Μηδέν και άπειρο
μαζί και η Μαρία...

Αυτός ο μεγάλος εξάντας
δείχνει
όλο εξαίσια θηλυκά
και κόκκινα αιμάτινα σημεία.

Απόψε που υποχωρεί
η γη κάτου απ’ τα πόδια
σαν κλεμμένο αγαθό,
πόσο αδιάφορα κύλησε
η δεκαετία των φιλιών.

Οι επαρχιώτες δάσκαλοι
κυριεύουνε την πόλη.

Τάξη. Γενικά. Τάξη.

Δεν σ΄έβρα
κι αν σ’ έψαξα Αργύρη.

Οι μαύροι χαρτοφύλακες
μπαίνουνε κάστρα μας.

Ονομαζόμαστε επίσημα
αλήτες.

Μπλεχτήκαμε κι ίσκιοι πια
δεν μας βολεύουνε.

Ποιοί τρέχουνε;
Ποιοί κυβερνάνε
τους ασήμαντους τελευταίους
ανθόκηπους;

Ολόκληρο
το γεγονός ξεμακραίνει.

Κάπου ξαναβγαίνει
στην επιφάνεια
ο Θανάσης Καρπενησιώτης
υπουργός.
Κι όλο μαύρα
    βουβά εσώρουχα.

Πάντως το σπίτι
δεν τόβρανε παρθένο.
Κάπου το κέρδος
τούχε
σπάσει το χρώμα του.

Ο δρόμος Γκρενέλ
περνάει
έξω από την πόρτα τους.

Συνθήματα
«Μη παραχωθείτε
    στα κουστούμια σας».

Αυτοκίνητες φυλακές
κι εικόνες.
Αν ξαναβάλει φωτιά
ο Όχλος
θα σωθούνε μονάχα
τα καμμένα σώματά σας.

Φύμωτρα
απ’ αλεύρι και κρέας
ταχτοποιούνε τη μάζα
τώρα.

Με προκαλείς.
    Με προκαλείς
να σε περιγράψω.

«Αγαπάς τους τυχοδιώχτες
τους τρελλούς
και τους οχλοκράτες».

Να μην τους σφάξετε
λοιπόν.
Γειά σας.



_____________________
Σημείωση: -Το ποίημα αυτό γράφτηκε για την εξέγερση του Μάη 1968.