Η ΄Ανοιξη βομβαρδισμένη
απ' τα έγχρωμα κουνούπια του Demerara
.

Ο ΄Ηλιος διαβάζει ποιητικά

περιττώματα στη Σόλωνος


Η διανόηση χειροκροτεί

υποτακτικές κυβερνήσεις

και


η ποιητική νομενκλατούρα
θ' αποφανθεί :

Διογένη Γαλήνη
δεν είσαι ποιητής

21.05.2012

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Czeslaw Milosz : Το τραγούδι του τέλους του κόσμου





Τη μέρα του τέλους του κόσμου πετάει μια μέλισσα
Πάνω απ'τα κάρδαμα των Καπουτσίνων .
Μπαλώνει ο ψαράς τα δίχτυα του ,
Πηδούν στη θάλασσα τα χαρούμενα δελφίνια .
Τα νεαρά σπουργιτάκια τιτιβίζουν στις υδρορροές
Και το φίδι κατέχει το χρυσό του δέρμα , που έτσι κι αλλιώς του ανήκει .
Τη μέρα της συντέλειας του κόσμου ,
Περπατούν οι γυναίκες κάτω
Από τις ομπρέλες του ήλιου ,
Κι ο μεθυσμένος κοιμάται κάπου στην άκρια του γρασιδιού
Και οι οπωροπώλες διαλαλούν στους δρόμους τα εμπορεύματά τους
Κι η βάρκα με τα κίτρινα πανιά τριγυρνάει το νησί
Κι ο ήχος του βιολιού κρέμεται στον αέρα
Και των αστεριών η πορεία περνάει από δίπλα μας ,
Μα αυτοί που σκέφτονταν βροντές κι αστραπές
Σίγουρα απογοητεύτηκαν ,
Καθώς κι εκείνοι που ανάμεναν
Σήματα αρχαγγέλων δέχονται πια πως δεν συνέβη
Εκείνο που ανάμεναν .
Κι όσο κανείς ήλιο και φεγγάρι πάνω του θωρεί
Κι οι σκούρκοι στα ρόδια περπατούν
Κι όσο τα γαλαζοαίματα παιδιά γεννιούνται
Κανένας δεν πιστεύει
Πως έχει αυτό συντελεστεί .
Μόνο ο γκριζόμαλλος γέρος ,
Που θα μορούσε προφήτης να είναι ,
Μα δεν είναι ,
Αφού άλλο να κάνει έχει ,
Δηλώνει δένοντας ντομάτες :
Μια άλλη συντέλεια του κόσμου δεν θα υπάρξει ,
Μια άλλη συντέλεια του κόσμου δεν θα ξανάρθει !


Μετάφραση : Σωτήρης Ε. Γυφτάκης
λεξίτυπον 2007 

 

Piosenka o końcu świata



Czesław Miłosz 1998



      W dzień końca świata
      Pszczoła krąży nad kwiatem nasturcji,
      Rybak naprawia błyszczącą sieć.
      Skaczą w morzu wesołe delfiny,
      Młode wróble czepiają się rynny
      I wąż ma złotą skórę, jak powinien mieć.W dzień końca świata
      Kobiety idą polem pod parasolkami,
      Pijak zasypia na brzegu trawnika,
      Nawołują na ulicy sprzedawcy warzywa
      I łódka z żółtym żaglem do wyspy podpływa,
      Dźwięk skrzypiec w powietrzu trwa
      I noc gwiaździstą odmyka.
      A którzy czekali błyskawic i gromów,

      Są zawiedzeni.
      A którzy czekali znaków i archanielskich trąb,
      Nie wierzą, że staje się już.
      Dopóki słońce i księżyc są w górze,
      Dopóki trzmiel nawiedza różę,
      Dopóki dzieci różowe się rodzą,
      Nikt nie wierzy, że staje się już.
      Tylko siwy staruszek, który byłby prorokiem,

      Ale nie jest prorokiem, bo ma inne zajęcie,
      Powiada przewiązując pomidory:
      Innego końca świata nie będzie,
      Innego końca świata nie będzie.

Ocalenie, 1945

wiersze.doktorzy.