Σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι ,
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο) ,
στο φωτογώνι της καινούριας Λευτεριάς Σου ,Ελλάδα ,
μου αναλαμπάδιασε άξαφνα η ψυχή , σα να 'ταν
όλο χαλκός το διάστημα , ή ως νά 'χα
τ' άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου
όπου , χρόνια ,
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους λογισμούς του
και τους κρεμούσε ως άρματα
στης ΄Εφεσος το Ναό...
Γιγάντιες σκέψες
σα νέφη πύρινα ή νησιά πορφυρωμένα
σε μυθικόν ηλιοβασίλεμα ,
άναβαν στο νου μου ,
τι όλη μου καίονταν μονομιά η ζωή
στην έγνοια της καινούριας Λευτεριάς Σου , Ελλάδα !
Γι' αυτό δεν είπα :
Tούτο είναι το φως της νεκρικής πυρά μου...
Δαυλός της Ιστορίας Σου , έκραξα , είμαι ,
και να , ας καεί σα δάδα το έρμο το κουφάρι ,
καταβολάδα του Εμπυραίου ,
με τη δάδα τούτην
ορθός πορεύοντας ώσμε την ύστερη ώρα ,
όλες να φέξω τέλος τις γωνιές της Οικουμένης ,
ν' ανοίξω δρόμο στην ψυχή , στο πνεύμα , στο κορμί Σου , Ελλάδα !
Είπα κ' έβάδισα
κρατώντας τ' αναμένο μου σηκώτι
στον Καυκασό Σου ,
και το κάθε πατημά μου
ήταν το πρώτο , κ' ήταν , θάρρευα , το τελευταίο ,
τι το γυμνό μου πόδι επάτει μέσα στα αιματά Σου ,
τι το γυμνό μου πόδι εσκόνταβε στα πτώματά Σου ,
γιατί το σώμα , η όψη μου , όλο το πνέμα
καθρεφτιζόνταν , σα σε λίμνη , μέσα στα αιματά Σου !
Εκεί σε τέτοιον άλικο καθρέφτη , Ελλάδα
καθρέφτη απύθμενο , καθρέφτη της αβύσου
της Λευτεριάς Σου και της δίψας Σου , είδα τον εαυτό μου
βαρύ από κοκκινόχωμα πηλό πλασμένο ,
καινούρι Αδάμ της πιο καινούριας πλάσης
οπού να πλάσουμε για Σένα μέλλει , Ελλάδα !
Κ' είπα :
Το ξέρω, ναι , το ξέρω , που κ' οι Θεοί Σου
οι Ολύμπιοι χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο ,
γιατί τους θάψανε βαθιά βαθιά , να μην τους βρουν οι ξένοι ,
Και το θεμέλιο διπλοστέριωσε κ' ετριπλοστέριωσε όλο
μ' όσα οι οχτροί μας κόκαλα σωριάσανε αποπάνω...
Κι ακόμα ξέρω πως για τις σπονδές και για το τάμα
μέρες και νύχτες , τόσα αδέλφια σφάχτηκαν αναμεσό τους ,
όσα δε σφάχτηκαν αρνιά ποτέ για Πάσχα !
Μοίρα κ' η Μοίρα Σου ως στα τρίσβαθα δική μου !
Κι απ' την Αγάπη , απ' τη μεγάλη δημιουργόν Αγάπη ,
να που η ψυχή μου εσκλήρυνεν , εσκλήρυνε , και μπαίνει
ακέρια πια μέσα στη λάσπη και μες στο αίμα Σου , να πλάσει
τη νέα καρδιά που κιόλας έκλεισα στα στήθη ,
και κράζω σήμερα μ' αυτή προς τους συντρόφους όλούς :
'' Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ' την Ελλάδα
ομπρός , βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο !
Τι , ιδέτε , εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη ,
κι α , ιδέτε , χώθηκε τ' αξόνι του βαθιά μες στο αίμα !
Ομπρός , παιδιά , και δε βολεί μοναχός του ν' ανεβεί ο ήλιος
σπρώχτε με γόνα και με στήθος , να τον βγάλουμε απ' τη λάσπη ,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα , να τον βγάλουμε απ' το γαίμα .
' Δέστε , ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδελφοί του !
Ομπρός , αδέλφια , και μας έζωσε με τη φωτιά του ,
ομπρός , ομπρός , κ' η φλόγα του μας τύλιξε , αδελφοί μου !
'' Ομπρός , οι δημιουργοί ! Την αχθοφόρα ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια , μη βουλιάξει ο ήλιος !
Βοηθάτε με κ' εμένανε , αδελφοί , να μη βουλιάξω αντάμα !
Τι πια είν' απάνω μου και μέσα μου και γύρα ,
τι πια γυρίζω σ' έναν άγιον ίλιγγο μαζί του !
Χίλια καπούλια ταύροι του κρατάν τη βάση
δικάφαλος αιτός , κι απάνω μου τινάζει
τις φτερούγες του και βογγάει ο σάλαγός του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στην ψυχή μου ,
και το μακρά και το σιμά για με πια ειν' ένα !
Πρωτάκουστες , βαριές με ζώνουν Αρμονίες ! Ομπρός , συντρόφοι ,
βοηθάτε να σκωθεί , να γίνει ο ήλιος Πνέμα !
΄Απαντα ΄Αγγελου Σικελιανού