Φύλαγα σκοπός
τέσσσερες με εξ
στη χαράδρα της Ρεκά...
Θάπρεπε κιόλας νάχε χαράξει
( ίσως το ρολόι ,
ίσως τα σύννεφα και το βουνό εκείνο ...)
Ψιχαλίζει...
Να μπορούσα νάγραφα ένα γράμμα
στη γυναίκα που με γέννησε κάποτε ,
χαράματα σαν τώρα ...
Να της μιλούσα
για τον ήχο που κάνουν οι σταλαματιές πάνω στην καουτσουκένια κάπα
ή για τα σκίνα που τη γρατζουνάνε με τον αέρα ,
για το κρύο το μέταλλο του φακού στη δύσκολη τσέπη της χλαίνης...
...Ρέκα ! - να της πρόφερα τούτη τη λάξη :
Ρεκά ! - έτσι σκέτα , στεγνά σα ριπή που ηχεί !
Πρέπει , όπου νάναι - έπρεπε κιόλας νάχε χαράξει ...
Εκεί που ασπρίζει είναι χομομήλια , μαργαρίτες , αγριοάνηθα .
Τρώγονται... Μα-
Το χέρι μου ωστόσο φτάνει...
Το πρώτο άσπρο που φεγγίζει ,
μια μαργαρίτα !
Σ' ένα γράμμα στην κοπέλα μου έγραφα :
<< ... Μια μαργαρίτα αν μούλεγε πως μ' αγαπάς,
α την ξαναρωτούσα θάλεγε
πως κιόλας θα πεθάνω δίχως
να σε ξαναδώ ... >>
Χτες το μεσημέρι , στον ήλιο αυτά...
Μετά είχα ψιθυρίσει μ' έπαρση :
- Ρώτα μιαν άλλη μαργαρίτα :
<< Θα ξημερώσει τάχα αύριο , ή όχι ; >>
Τη ρώτησα θα ξημέρωνε !
Και μια άλλη ακόμα... -γέλασα :
Η τρίτη μαργαρίτα ισχυρίστηκε
πως όχι , αύριο δε θα ξημέρωνε !
( - Τι ιδέα !... Αστείες προλήψεις ! )
΄Επειτα συλλογιόμουν - ώρα πολλή :
Πως λέει ; ...<< Ουκ εκπειράσεις... >>
( << Κύριος ο Θεός μου !... >> Πούναι τον τώρα
στη χαράδρα της Ρεκά , τέσσερες με εξ ,
να κάτσει αυτός στο πόστο μου ,
να γείρω γω λιγάκι ;... )
Ρεκά...
Κι ούτε να φανεί ο Λοχίας της Αλλαγής !
( Περσότερο φοβάμαι το << είν ' ακόμα νωρίς >>
παρά που τρέμω το κρύο μέταλλο του φακού . )
...Τα σύννεφα φταίνε
και το βουνό
το νυχτωμένο το βουνό ,
κι αυτός ο νυχτωμένος Λοχίας της Αλλαγής :
Α υ τ ό ς !
Πάλι ψιχαλίζει ...
Τ' αποφάσισα !
( Το ρίγος απ' το κρύο πλακέ μέταλλο
έφτασε ως τη ραχοκοκκαλιά ! >> :
5 παρά 20 !
...Τα σύννεφα , λοιπόν
και το βουνό
κι ο Λοχίας της Αλλαγής
- αυτός προπάντων ! -
που θα με σήκωνε νωρίς...
( Κλέφτες ! )
Ακόμα φεγγίζει το ίδιο θαμπά το άσπρο εκειπέρα...
( ...Ουκ εκπειράσεις ... >> )
... Αργεί .
Το κρύο μέταλλο έδειξε
6 και 20 !
( Τα σύννεφα το βουνό και , προπάντων , ο Λοχίας της Αλλαγής ! )
<< - Λοχία της Αλλαγής φώναξα .
Καμιά απόκριση ...
<< - Λοχία της Αλλαγής ! >> ξαναφώναξα .
... Οι ώρες περνούσαν .
Το κρύο μέταλλο έδειχνε
κάθε τόσο μ' ένα νέο ρίγος στη ράχη :
... 9 και 10 !
... 10 και 25 !
... 11 και τέτερτο !
... 11 και μισή !... 12 παρά 5' ! η μαργαρίτα της Ρεκά ! -
12 παρά 5' !...
Κ ' η Ρεκά ούρλιαζε απαίσια :
- Λοχία της Αλλαγής !
- Λ ο χ ί α τ η ς Α λ λ α γ ή ς !
- Λ ο χ ί α τ η ς Α λ λ α γ ή ς !
Η ώρα είναι Δώδεκα του Μεσημεριού ,
Λοχία της Αλλαγής !
Δώδεκα του Μεσημεριού
και δε χάραξε !
...Μα ο Λοχίας της Αλλαγής δεν έσκυβε πια πάνω απ' τη χαράδρα της Ρεκά ...
Και δεν είχε χαράξει μήτε κι όταν
τα δ ε ύ τ ε ρ α μ ε σ ά ν υ χ τ α είχαν φτάσει
στη χαράδρα εκείνη
όπου οι μαργαρίτες είχαν υβρισθεί !...
-----
Φύλαγα σκοπός στη χαράδρα της Ρεκά τέσσερες με εξ ,
πέρα κι ' απ' το π ρ ι ν κι απ' το μ ε τ ά της Μεσημβρίας ,
ε ι ς α ι ώ ν α τ ο ν ά π α ν τ α ,
δίχως Λοχία της Αλλαγής να με αντικαταστήσει ,
δίχως Λοχία της Αλλαγής να του προσευχηθώ ,
στ ' όνομά του ,
στ ' όνομα της γυναίκας που με γέννησε κάποια χαράματα ,
στ' όνομα εκείνης που δε διέψευδε ποτέ όσες μαργαρίτες κι αν ρωτούσα :
- Λοχία της Αλλαγής
σκύψε απόψε
στη χαράδρα της Ρεκά ,
κ' έλα να χαράξεις !
Λοχία της Αλλαγής ,
πότε θ' αντικαταστήσεις
το δούλο σου ;
Πόσα μεσάνυχτα χωρούν
σ' αυτή τη νύχτα ;
Λοχία της Αλλαγής
στ' ονομά σου ,
στ' όνομα εκείνης που με γέννησε ,
στ' όνομα εκείνων που μ' αγαπούν ,
σου προσεύχομαι
να μην είναι
με μεσάνυχτα άπειρα
η νύχτα αυτή
που φυλάω σκοπός
τέσσερες με εξ
στη χαράδρα της Ρεκά !