Το σπίτι Ι
΄Οταν τελείωσε το χτίσιμο του σπιτιού ο αρχιτέκτονας έβαλε
μια γέφυρα ξύλινη από τον ένα τοίχο στον άλλο σαν αυτές που
ρίχνουν τα πλοία σαν έρχονται ή σα φεύγουν και φοβάσαι πάντα
μην πέσεις . Την κρέμασε απ' τα δοκάρια του ταβανιού με αλυ-
σίδες χοντρές και έναν κρίκο μεγάλο στην κάθε γωνιά και μας
είπε '' Εδώ θα ζείτε '' .
Οι άλλοι στέκονταν στην άκρη της αποβάθρας και μου δίνανε
το κάθε πράμα με τη σειρά .
Το ρολόι το κρέμασα στον τοίχο
Τικ τακ
Τον καθρέφτη τον κάρφωσα στον τοίχο
Τικ τακ
Την εικόνα την έσπασα
Κι έκλαψα
Το τραπέζι το έστρωσα
Με τραπεζομάντιλο λινό
΄Υστερα έκλεισα την πόρτα και άναψα φωτιά .
Προσπάθησα να μά θω να περπατώ πάνω στη γέφυρα χωρίς
να σκύβω με τα τέσσερα χωρίς να κρατιέμαι από τα κάγκελα
και χωρίς να κάνω ζημιές για να μη φοβώνται τα παιδιά . Το
βράδυ όταν κοιμότανε άνοιγα το παράθυρο και κοίταζα τα φώ-
τα του λιμανιού .
Το σπίτι ΙΙ
Στο σπίτι μέσα είχε κάτι πράματα που δεν τα άγγιξα ποτέ .
΄Ηταν μια λίμνη που έπρεπε να κάνω τον κύκλο της για να
περάσω απ' την άλλη μεριά . Σαν έσκυβα θα με τραβούσε στο
βυθό .
Ο άγγελος είπε
Να μη κοιτάξετε την πόλη της Σιών .
Τότε άρχισα να τραγουδώ δυνατά για να μη φοβάμαι όταν
έμενα μόνη μου και να μην τύχει και ραγίσει το φράγμα πουθε-
να . ΄Ολη τη μέρα μάζευα τα ψάρια που πηδούσαν απ' το νερό
τα έδενα σε μικρές αρμαθιές , και τα κρεμούσαν στον τοίχο προ-
σεχτικά γιατί έπρεπε να φυλάξω το σπίτι μας απ ' το κακό .
Το βράδυ όταν γυρνούσαν οι άλλοι δεν έλεγα τίποτα γιατί τότε
πια δεν ανεβαίνουνε τα νερά . Μου άρεσε μάλιστα να τους κοι-
τάω που ήταν ήσυχοι και δεν ήξεραν . Μόνο ο άντρας μου με
κοίταζε καμιά φορά .
Τα εκατό καλύτερα
Ελληνικά ποιήματα