Parole del politico
Si passava sul presto al mercato dei pesci
a lavarci lo sguardo: ce n’era di argento,
di vermigli, di verdi, colore del mare.
Al confronto col mare tutto scaglie d’argento,
a lavarci lo sguardo: ce n’era di argento,
di vermigli, di verdi, colore del mare.
Al confronto col mare tutto scaglie d’argento,
la vincevano i pesci . Si pensava al ritorno .
Belle fino le donne dall’anfora in capo,
ulivigna, foggiata sulla forma dei fianchi
mollemente: ciascuno pensava alle donne,
come parlano, ridono, camminano in strada.
Ridevamo, ciascuno. Pioveva sul mare.
ulivigna, foggiata sulla forma dei fianchi
mollemente: ciascuno pensava alle donne,
come parlano, ridono, camminano in strada.
Ridevamo, ciascuno. Pioveva sul mare.
Per le vigne nascoste negli anfratti di terra
l’acqua macera foglie e racimoli. Il cielo
si colora di nuvole scarse, arrossate
di piacere e di sole. Sulla terra sapori
e colori nel cielo. Nessuno con noi.
l’acqua macera foglie e racimoli. Il cielo
si colora di nuvole scarse, arrossate
di piacere e di sole. Sulla terra sapori
e colori nel cielo. Nessuno con noi.
Si pensava al ritorno, come dopo una notte
tutta quanta di veglia, si pensa al mattino.
Si godeva il colore dei pesci e l’umore
della frutta, vivaci nel tanfo del mare.
Ubriachi eravamo, nel ritorno imminente.
tutta quanta di veglia, si pensa al mattino.
Si godeva il colore dei pesci e l’umore
della frutta, vivaci nel tanfo del mare.
Ubriachi eravamo, nel ritorno imminente.
[ ottobre 1935 ]
Lavore stanca
Περνούσε πρωί πρωί στην ψαραγορά
για να χαρεί το μάτι του : υπήρχαν ασημένια ψάρια ,
κοκκινόχρωμα , πράσινα , στο χρώμα της θάλασσας .
Η θάλασσα έλαμπε , με όλες τις αποχρώσεις του ασημί ,
αλλά τα ψάρια ήταν πιο φωτεινά . Σκεφτόταν στο σπίτι .
Ωραίες επίσης και οι γυναίκες με τους αμφορείς στα κεφάλια τους ,
με το χρώμα της ελιάς , σαν τις καμπύλες τους , απαλά στρογγυλές :
ο καθένας σκέφτεται τις γυναίκες ,
πως μιλάνε και γελάνε και περπατούν στο δρόμο .
Γελούσαμε , όλοι μας . Στη θάλασσα , έβρεχε .
Στα αμπέλια που κρύβονται στα ανώμαλα εδάφη
το νερό μουσκεύει τα φύλλα και τα τσαμπιά . Ο ουρανός
χρωματίζεται από φτωχά σύννεφα , που κοκκινίζουν
από ευχαρίστηση και ήλιο . Στη γη γεύσεις
και χρώματα στον ουρανό . Κανένας δεν είναι μαζί μας .
Σκεφτόταν το σπίτι , όπως , ύστερα από μια νύχτα
αγρύπνιας , κάποιος σκέφτεται το πρωί .
Απολάμβανε το χρώμα των ψαριών και το χυμό
των φρούτων , που ήταν ζωντανά στη θαλασσινή μούχλα .
΄Ημασταν μεθυσμένοι με την επικείμενη επιστροφή .
[ Οκτώβριος 1935 ]
Η δουλειά κουράζει
Μετάφραση :
Γιάννης Η.Παππάς
PRINTA