ΟΜΟΦΩΝΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙΑΣ ΓΕΝΟΥΣ ΟΥΔΕΤΕΡΟΥ
( αποσπασματική ανάπλαση )
Πάνω απ ' τους φωταγωγούς κι από τα κάγκελα
μές απ ' την καπνισμένη ατμόσφαιρα
στις δασωμένες κεραίες τηλεοράσεων
απλομένο το χθες για να στεγνώσει .
Ο ουρανός ανέκφραστος χωρίς θεμέλια
κρεμάει απ ' τα σταχτόμαυρα μαλλιά
τις φάμπρικες στα σύννεφα
σκεπάζοντας το φως μ ' ένα ξεθωριασμένο πανωφόρι .
Αυτές οι κεραίες χωρίς αρχή , χωρίς τέλος
λίγο πιο κάτω απ' την ανοχή
λίγο πιο πάνω απ ' την αποχαύνωση
διαρκές εμβατήριο επικράτησης
μακρόσυρτο τραγούδι ταξικής ανισότητας
συγχορδία σεμνότυφων ερώτων
που ξεθυμαίνουν ντυμένοι στη σιγουριά προφυλακτικών .
ΙΕΡΕΙΑ :
Οι αναρίθμητοι όγκοι του μπετόν αρμέ
υπογραμμίζοντας τις μεταλλάξεις σταματάνε τους ανέμους
πάνω από υποκατάστατα μπαλκονιών
με γλάστρες φυτεμένες νάυλον ελπίδες
και κρατούν θαμμένες στους υπονόμους
αποδημίες και ξεριζωμούς .
Στα πατάρια των υπόγειων κιτρίνισαν ξεχασμένες
οι προκηρύξεις που δεν μοιράστηκαν ποτέ .
( αποσπασματική ανάπλαση )
ΧΟΡΟΣ :
Οι γύφτοι θα 'φυγαν ξυλώσαν τα τσαντίρια τους
μια στο σφυρί , της Αθηνάς βγάζαν την κώχη
και μια στ ' αμώνι μαστορεύαν τα μπακίρια τους
τσιγγάνος ήλιος θα χαθεί στ ' ανεμοβρόχι .
ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΜΕΝΟΣ :
Η μέρα μεσ ' απ' τις βιτρίνες αναδύεται
ξεπεσμένο είδος ευκαιρίας .
ΧΟΡΟΣ :
Οι κάμποι χάθηκαν , το χώμα των πατέρων μας
κήποι κι αυλές που μοσχοβόλαγεν η μέντα
φουρτούνες σκόρπισαν τα νειάτα μας κι οι άνεμοι
πήραν τα όνειρα , τα ' θαψαν στα τσιμέντα .
ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΜΕΝΟΣ :
΄Αλλοτε στις πλαγιές μαζεύαν μανιτάρια
τώρα παραμονεύει ο θάνατος
σ' ένα χειμώνα ξεφυτρώσαν μέγαρα , μαρκέτες .
Βουνά οι μνήμες , δεν χωρούν στα ρετιρέ
γι ' αυτό κι απ ' τους φεγγίτες δραπετεύουν για τα νέφη
μήπως και βρουν το νήμα της συνέχειας
μα επί ματαίω ξύνουν τις πληγές .
Σβήσαν οι ρούγες , τα καντούνια , τα τραγούδια
παν ' κι οι κοπελιές .
ΨΑΛΤΗΣ :
Πάνω απ ' τους φωταγωγούς κι από τα κάγκελα
μές απ ' την καπνισμένη ατμόσφαιρα
στις δασωμένες κεραίες τηλεοράσεων
απλομένο το χθες για να στεγνώσει .
Ο ουρανός ανέκφραστος χωρίς θεμέλια
κρεμάει απ ' τα σταχτόμαυρα μαλλιά
τις φάμπρικες στα σύννεφα
σκεπάζοντας το φως μ ' ένα ξεθωριασμένο πανωφόρι .
Αυτές οι κεραίες χωρίς αρχή , χωρίς τέλος
λίγο πιο κάτω απ' την ανοχή
λίγο πιο πάνω απ ' την αποχαύνωση
διαρκές εμβατήριο επικράτησης
μακρόσυρτο τραγούδι ταξικής ανισότητας
συγχορδία σεμνότυφων ερώτων
που ξεθυμαίνουν ντυμένοι στη σιγουριά προφυλακτικών .
ΙΕΡΕΙΑ :
Οι αναρίθμητοι όγκοι του μπετόν αρμέ
υπογραμμίζοντας τις μεταλλάξεις σταματάνε τους ανέμους
πάνω από υποκατάστατα μπαλκονιών
με γλάστρες φυτεμένες νάυλον ελπίδες
και κρατούν θαμμένες στους υπονόμους
αποδημίες και ξεριζωμούς .
Στα πατάρια των υπόγειων κιτρίνισαν ξεχασμένες
οι προκηρύξεις που δεν μοιράστηκαν ποτέ .
Οι αγώνες << προς αξιοποίησιν >>
απαλλοτριωμένα οικόπεδα στη συνείδηση του κόσμου
επενδύθηκαν σε βιομηχανίες με αντιπαροχή
κι οι δηλώσεις μετανοίας
ξεπουλήθηκαν κάτω του κόστους
σε μηνιαίες δόσεις
εμπλουτισμένες φορμάικα και υπεραυτόματα πλυντήρια
παρκέ διαρκείας και πλαστικά .
ΨΑΛΤΗΣ :
Το επί γης ειρήνη
βγαίνει τα πρωινά της Κυριακής
κακέκτυπο Βυζντινών ήχων
από τα στασίδια της υποκρισίας
κι απλώνεται πάνω απ ' τα γήπεδα της εκτόνωσης
βαλλόμενο υπόπτως
απ' τ' ατυχήματα της σκαλωσιάς και της ασφάλτου
που επιμένουν
να υπονομεύουν την << ευδαιμονία των πάντων >>
τούτη τη θαυμάσια ρυθμισμένη << αναίμακτη περίοδο >>
αυτή την περίεργη ευτυχία της μόνιμης σιωπής .
ΙΕΡΕΙΑ :
Η τάξη των τάξεων
υπόδειγμα πολιτισμού και αυτοπειθαρχίας
επεκράτησεν
απαλλαγμένη απ' τους ανεπιθύμητους που απεδήμησαν
τετελεσμένο γεγονός γενικής ισορροπίας
κοσμούμενο αναλόγων επετείων
κι οι ευυπόληπτοι αστοί κι η εξουσία
επικαλούμενοι την υπεραφθονία των αγαθών
αναφέρονται στα απανταχού της πόλης
κέντρα , δοχεία απορριμάτων κι αντισυλληπτικά !
ΙΕΡΕΙΑ :
............
Πολιτεία
με του λήθαργου το χρώμα
και της πέτρας την ανάσα
που κρατάς στα παρεθύργια την αυγή
ντύνεσαι όμορφα της άνοιξης το σχήμα
κι είσαι ολάκερη χειμώνας σταυρωτής .
..........
ΠΟΙΗΤΗΣ :
Τώρα σ' αυτή την πόλη μ' απασχολεί τ' ανάλαφρο περπάτημα
καθώς τη μάζα το γενναίο φαγοπότι .
ΙΕΡΕΙΑ :
Βέβαια συνεχίζεται η πρόοδος
το ρεύμα κολοσσιαίων επενδύσεων
η τακτική ευχάριστων ειδήσεων
στην πόλη των τεκέδων
των γηπέδων
των χαφιέδων
και ρεπερτόριο σιγής και προσμονής .
ΠΟΙΗΤΗΣ :
Στα πεζοδρόμια πετρώσαν οι ορίζοντες λαθραίων μικρεμπόρων γκρεμίζοντας μια
στοιβαγμένη θάλασσα ελπίδων κι η επαλήθευση του ονείρου αιωρείται στο κενό .
Υπάρχουν άφθονες ενδείξεις οξυγόνου στον υπόκοσμο δι' ό κι αναφωνείς : << Ευλο-
γημένος ο ερχόμενος >> << Διπλά καταραμένος ο φυγάς >> .
ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΜΕΝΟΣ :
Η μέρα καταδύεται ανυπόφορη μέσα στο λήθαργο
σε βιτρίνες θανάτου πολυτέλειας
στις ρίζες εκκολαπτόμενης οργής .
ΠΟΙΗΤΗΣ :
Πολιτεία της οργής των οριζόντων ντυμένη με το νυχτικό της παρακμής , σφαλί-
στηκε η ταφόπλακά σου και βαθμηδόν βυθίζεσαι στο λήθαργο , λιτή επανάσταση
χωρίς επαναστάτες . Για σένα πάντα φτάνουν οι αυγές κι οι μάζες χάνονται στο
μάνταλο της φάμπρικας .
Κανένας δε διαφωνεί , μήτε το πόμολο της πόρτας μηδέ κι η σκεβρωμένη ράχη των
πράσινων παρεθυργιών . Οι θαλασσένιοι κάμποι ξεπέζεψαν το χρώμα της ψυχής
και κάπου η γλώσσα λύθηκε για να σφιχτούνε τα δεσμά .
Τώρα για σε χαμογελά το λυκαυγές .
Σωστή αποχαύνωση- << νωχέλεια >> της εσπέρας .
ΧΟΡΟΣ :
Η νύχτα προχωρεί και πλέκει στίχους
αδειάζει μέσα τους το ηλεκτρικό τους φως
ρουφάει τα κατακάθια μας κι αφρός
χύνεται ο λόγος , πνίγει πόθους τυμβωρύχους .
απαλλοτριωμένα οικόπεδα στη συνείδηση του κόσμου
επενδύθηκαν σε βιομηχανίες με αντιπαροχή
κι οι δηλώσεις μετανοίας
ξεπουλήθηκαν κάτω του κόστους
σε μηνιαίες δόσεις
εμπλουτισμένες φορμάικα και υπεραυτόματα πλυντήρια
παρκέ διαρκείας και πλαστικά .
ΨΑΛΤΗΣ :
Το επί γης ειρήνη
βγαίνει τα πρωινά της Κυριακής
κακέκτυπο Βυζντινών ήχων
από τα στασίδια της υποκρισίας
κι απλώνεται πάνω απ ' τα γήπεδα της εκτόνωσης
βαλλόμενο υπόπτως
απ' τ' ατυχήματα της σκαλωσιάς και της ασφάλτου
που επιμένουν
να υπονομεύουν την << ευδαιμονία των πάντων >>
τούτη τη θαυμάσια ρυθμισμένη << αναίμακτη περίοδο >>
αυτή την περίεργη ευτυχία της μόνιμης σιωπής .
ΙΕΡΕΙΑ :
Η τάξη των τάξεων
υπόδειγμα πολιτισμού και αυτοπειθαρχίας
επεκράτησεν
απαλλαγμένη απ' τους ανεπιθύμητους που απεδήμησαν
τετελεσμένο γεγονός γενικής ισορροπίας
κοσμούμενο αναλόγων επετείων
κι οι ευυπόληπτοι αστοί κι η εξουσία
επικαλούμενοι την υπεραφθονία των αγαθών
αναφέρονται στα απανταχού της πόλης
κέντρα , δοχεία απορριμάτων κι αντισυλληπτικά !
ΙΕΡΕΙΑ :
............
Πολιτεία
με του λήθαργου το χρώμα
και της πέτρας την ανάσα
που κρατάς στα παρεθύργια την αυγή
ντύνεσαι όμορφα της άνοιξης το σχήμα
κι είσαι ολάκερη χειμώνας σταυρωτής .
..........
ΠΟΙΗΤΗΣ :
Τώρα σ' αυτή την πόλη μ' απασχολεί τ' ανάλαφρο περπάτημα
καθώς τη μάζα το γενναίο φαγοπότι .
ΙΕΡΕΙΑ :
Βέβαια συνεχίζεται η πρόοδος
το ρεύμα κολοσσιαίων επενδύσεων
η τακτική ευχάριστων ειδήσεων
στην πόλη των τεκέδων
των γηπέδων
των χαφιέδων
και ρεπερτόριο σιγής και προσμονής .
ΠΟΙΗΤΗΣ :
Στα πεζοδρόμια πετρώσαν οι ορίζοντες λαθραίων μικρεμπόρων γκρεμίζοντας μια
στοιβαγμένη θάλασσα ελπίδων κι η επαλήθευση του ονείρου αιωρείται στο κενό .
Υπάρχουν άφθονες ενδείξεις οξυγόνου στον υπόκοσμο δι' ό κι αναφωνείς : << Ευλο-
γημένος ο ερχόμενος >> << Διπλά καταραμένος ο φυγάς >> .
ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΜΕΝΟΣ :
Η μέρα καταδύεται ανυπόφορη μέσα στο λήθαργο
σε βιτρίνες θανάτου πολυτέλειας
στις ρίζες εκκολαπτόμενης οργής .
ΠΟΙΗΤΗΣ :
Πολιτεία της οργής των οριζόντων ντυμένη με το νυχτικό της παρακμής , σφαλί-
στηκε η ταφόπλακά σου και βαθμηδόν βυθίζεσαι στο λήθαργο , λιτή επανάσταση
χωρίς επαναστάτες . Για σένα πάντα φτάνουν οι αυγές κι οι μάζες χάνονται στο
μάνταλο της φάμπρικας .
Κανένας δε διαφωνεί , μήτε το πόμολο της πόρτας μηδέ κι η σκεβρωμένη ράχη των
πράσινων παρεθυργιών . Οι θαλασσένιοι κάμποι ξεπέζεψαν το χρώμα της ψυχής
και κάπου η γλώσσα λύθηκε για να σφιχτούνε τα δεσμά .
Τώρα για σε χαμογελά το λυκαυγές .
Σωστή αποχαύνωση- << νωχέλεια >> της εσπέρας .
ΧΟΡΟΣ :
Η νύχτα προχωρεί και πλέκει στίχους
αδειάζει μέσα τους το ηλεκτρικό τους φως
ρουφάει τα κατακάθια μας κι αφρός
χύνεται ο λόγος , πνίγει πόθους τυμβωρύχους .