Η ΄Ανοιξη βομβαρδισμένη
απ' τα έγχρωμα κουνούπια του Demerara
.

Ο ΄Ηλιος διαβάζει ποιητικά

περιττώματα στη Σόλωνος


Η διανόηση χειροκροτεί

υποτακτικές κυβερνήσεις

και


η ποιητική νομενκλατούρα
θ' αποφανθεί :

Διογένη Γαλήνη
δεν είσαι ποιητής

21.05.2012

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

SAEMUS HEANEY : FOLLOWER

ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ


Ο πατέρας μου δούλευε μ' άλογο τ' αλέτρι ,
Οι ώμοι του φούσκωναν σαν ανοιχτά πανιά
Ανάμεσα στις λάμες και τ' αργασμένο χώμα .
Τα άλογα τεντώνονταν με της γλώσσας του το πρόσταγμα .

Πεπειραμένος . ΄Εστηνε το φτερό
Και ταίριαζε τη λαμπερή , ατσάλινη λάμα .
Ο χορτόπλινθος κυλούσε χωρίς ποτέ να σπάει .
Στην ξερολιθιά , μ' ένα μόνο τράβηγμα

Στα χαλινάρια κι η ιδρωμένη παρέα έκανε στροφή
Και πίσω πάλι στο χωράφι .Το μάτι του
Μισόκλεινε και κάρφωνε τη γη ,
Μ' ακρίβεια σχεδιάζοντας τ' όργωμα σαν σε χάρτη .

Σκόνταφτα στα χνάρια του , σημαδεμένα από σόλες καρφωτές ,
΄Επεφτα καμιά φορά πάνω στον γυαλισμένο χαρτόπλινθο
Κι άλλη φορά με σήκωνε στην πλάτη ,
΄Οπως βούταγα και σηκωνόμουνα πάνω απ' τον μόχθο του .

Ήθελα να μεγαλώσω και να οργώσω ,
Να κλείσω το ένα μάτι , να τεντώνω το μπράτσο .
Το μόνο που έκανα ποτέ ήταν να τον ακολουθώ ,
Χωμένος στη φαρδιά του τη σκιά , πάνω στο κτήμα .

΄Ημουνα βάσανο , όπως σκόνταφτα , έπεφτα ,
Κλαψούριζα συνέχεια . ΄Ομως σήμερα
Είναι ο πατέρας μου που όλο στραβοπατάει
Είναι πίσω μου και δεν λέει να φύγει .


Μετάφραση : Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ



 


Follower

My father worked with a horse-plough,
His shoulders globed like a full sail strung
Between the shafts and the furrow.
The horse strained at his clicking tongue.

An expert. He would set the wing
And fit the bright steel-pointed sock.
The sod rolled over without breaking.
At the headrig, with a single pluck

Of reins, the sweating team turned round
And back into the land. His eye
Narrowed and angled at the ground,
Mapping the furrow exactly.

I stumbled in his hob-nailed wake,
Fell sometimes on the polished sod;
Sometimes he rode me on his back
Dipping and rising to his plod.

I wanted to grow up and plough,
To close one eye, stiffen my arm.
All I ever did was follow
In his broad shadow round the farm.

I was a nuisance, tripping, falling,
Yapping always. But today
It is my father who keeps stumbling
Behind me, and will not go away.