( Θεσσαλονίκη . Μάης 1936 . Μια μάνα , καταμεσίς του δρόμου ,
μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της . Γύρω της και πάνω της ,
βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών-των απερ-
γών καπνεργατών . Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της ) :
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες , μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη , γιε , που αγάπαγες κι ανέβαινες επάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
Και με το δάχτυλο απλωτό μου τάδειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά , τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα
Και μούδειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα , λάδι ,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι
Και τα μικρά και τα φτωχά , πουλιά , μερμήγκια , θάμνα ,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα .
Μα , γιόκα μου , κι αν μούδειχνες τα αστέρια και τα πλάτια ,
τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια .
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά , ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια .
Και μούλεες , γιε , πως όλ ' αυτά τα ωραία θάναι δικά μας ,
και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας .