Η ΄Ανοιξη βομβαρδισμένη
απ' τα έγχρωμα κουνούπια του Demerara
.

Ο ΄Ηλιος διαβάζει ποιητικά

περιττώματα στη Σόλωνος


Η διανόηση χειροκροτεί

υποτακτικές κυβερνήσεις

και


η ποιητική νομενκλατούρα
θ' αποφανθεί :

Διογένη Γαλήνη
δεν είσαι ποιητής

21.05.2012

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ : ΒΟΥΔΑΣ


του
ΜΙΧΑΛΗ  ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

(18 Φεβρουαρίου 1883 - 26 Οκτωβρίου 1957)



Αδέλφια μου , παιχνίδια του πατέρα ,
του ανεμομείχτη νου , γαλάζιες άχνες
της κεφαλής , φαντάσματα του αγέρα ,
άνθρώποι , ζα , θεοί , του ονείρου αράχνες
που υφαίνετε στου Χάρου τα παλάτια ,
στην έρμη γης , της φαντασιάς τις πάχνες ,
φυσώ στα χωματένια αυτιά ν' ανοίξουν .
Σκίσετε πια της Μαγιάς τα πλεμάτια ,
σαν ψάρια τα κορμιά σας να πηδήξουν
μες στο αρμυρό το πέλαο του θανάτου 
οι πόρτες του μυαλού σας ας βροντήξουν ,
να φύγει η γης , ν' αδειάσει ο νους , και κάτου
στην άβυσσο βαθιά να χύσει ο Γάγγης
με όλους τους ταξιμάρους τα νερά του -
τον αργαλειό να σπάσει της ανάγκης !
Σα στήθια αχνίζουν τα βουνά , σα λιάρος
φάλκος ο νους πετιέται ορθοφαράγγης
κι ως αγαθός παππούς διανεύει ο Χάρος ,
άσπρος ελέφας με γλυκά ματάκια 
τ' άστρα μαδούν , του νου νυστάζει ο φάρος ,
της ζήσης πια στέρεψαν τα φαρμάκια
και σεριανούν συδυό συδυό χορτάτα
λιόντες με ελάφια , αηδόνια με γεράκια .
Σμίγουν οχτροί και φίλοι αδελφικάτα ,
χαρά πολλή , φυσάει δροσάτο αγιάζι ,
χιλιόπλουμα , χιλιόφτερα φουσάτα
στου ήλιού γλιστρούν το μελιχρό τοπάζι .
Και δείλι παν καταγκρεμού με ασπούδα ,
σα ρήγα θριαμβευτή να δουν ν' αράζει ,
μετά από μέγα μακελειό στη φλούδα
της μαύρης γης , στη γριά πρωτεύουσά του
- στην άβυσσο - το νικητή το Βούδα ! 
Τρίζουν οι ραφές στα κορφοκέφαλά του
τα πέντε φοβερά στοιχειά στο ρέμα
ξαναγυρνούν του λυτρωτή θανάτου
κάθε στοιχειό ξεθηκαρώνει απ' το αίμα ,
λεύτερο πια στο χάος να πετάξει -
αγέρας , γης , νερό , φωτιά και πνέμα !
Ομπρός , αδέλφια , ανοίχτε , κάντε τάξη
και μ' ευωδάτα αρμόσετέ του ξύλα
της άγιας νεκρικιάς πυράς το αμάξι .
Ο λυτρωτής περνάει , κι ανατριχίλα
την αστροφυλλουριά κουνάει , κι ολόρτα
χορεύουν , σα φτερά , της γης τα φύλλα .
Αδέλφια μου , θεοί , σκουλήκια , χόρτα , 
πάνω απ' τις κεφαλές μας ας σταθούμε
της θείας φυγής ανοίγει η μάυρη πόρτα
-το γαλανό το μάτι του - ας ντυθούμε
της λευτεριάς τα χωματένια ράσα
κι όλοι στα μπλάβα του νερά ας πνιγούμε !
Μούγκρος θεριών σηκώθη μες στα δάσα ,
ανέβη ο νους σαν το ψωμί , κι οι ντούγες
στο κρασοβάρελο της γης εσπάσα
ανθούς του ανθρώπου οι μέσα εβγάλαν ρούγες
κι απ' του γηλιού την κάρα ορθές πηδήξαν
λογής λογής αγριαρχηγού φτερούγες .
Ο Βούδας άπλωσε το χέρι , ετρίξαν
όλοι οι στροφοί στου ανύπαρχτου τη θύρα
κι όλοι οι γλυκοί κρουνοί του Χάρου ανοίξαν
κι ο Βούδας , άσπρος κύκνος , στην πλημμύρα
του λυτρωμού σκυμμένος καμαρώνει ,
με αργόσερτη βουβή ματιά , τη Μοίρα .
Το μέτωπο το σέβας χερακώνει :
<< Ευχαριστώ σε , νου , που ορθός στο σπήλιο
της κεφαλής , φακίρης στο άγιο αλώνι ,
όλο το παρδαλό γεννάς βασίλειο
γης κι ουρανού και μες στη μαύρη μπόρα
σα χαρταιτό αλαφρό κρατάς τον ήλιο !
Καλά με πνέμα και πηλό λίγη ώρα
πλάθεις στον όχτο του καιρού παιχνίδια
απάνω τους φυσάς και παίρνουν φόρα ,
μπλάβα , στριφτά του αγέρα δακτυλίδια
ξαναφυσάς , ω νου , κι αφανίστηκα !
Διπλόφουχτα στο χώμα τα βλυσίδια
της φαντασιάς τα σκόρπισα με γλύκα
στα πιο κρυφά ξαμόλησά τη αγρίμια
την άτρομη καρδιά , τη λαγωνίκα .
΄Αδεισα πια , τα σπλάχνα μου ψοφίμια
στα τσάμπουρα κρεμιούνται μες στα βάτα
και σβήνει ο νους με τα πολλά τσαλίμια .
Ξεκόρμισε , κεφάλι μου , παράτα
πια το λαιμό , σαν πορφυρό φανάρι
στη νύχτα ανέβα γαληνό , στη στράτα
της ερημιάς που δεν αφήνει αχνάρι .
Η σκοτεινή μου χάρηκε λαμπήθρα
σε άγριο γκρεμό , μια νύχτα στο φεγγάρι ,
κατάβαρη να στάζει αργά κερήθρα
και χάνουνταν στην άβυσσο το μέλι .
Καρδιά , της άγιας φλόγας μολυβήθρα ,
της πόρτας του ΄Αδη βροντερό κερκέλι ,
πέρφανη κρους το ανέλπιδο και πέφτεις
στον άφωτο γκρεμό και δε σε μέλει !
Χαρά δεν καταδέχεσαι , δε ζεύτης
σε αγάπη κι έχτρα εσύ - με γειά χαρά του ,
ας σπάσει ο μαγικός της γης καθρέπτης !
Το αχνό μου χέρι γνέφει του θανάτου :
Δούλε πιστέ μου , ζύγωσε , μην τρέμεις ! >>
Είπε , κι αρίφνητα , άγρια ολόγυρά του ,
σα σίφουνας φλογόφτερης ανέμης ,
πόδια και χέρια πήδηξαν , κι αστράφτει
μέγας τροχός , χορός ρουφουλανέμης .
Τα πέντε πια στοιχειά δεν κάνει ζάφτι ,
ξεγόφιασα οι γοφοί , πιδούν οι βίδες ,
τόπος , καιρός ξεστέλιωσαν , ανάφτει
και τρίζει η φτερωτή της γης , κι αχτίδες
το φως απλοκαμάει με αδρές χερούκλες .
Τις δολερές ξεσκίζει προσοψίδες ,
νάνους γιομώνει η γης και γριές πανούκλες
στη φόρα του χορού , στου νου τ' αγλάκια ,
αχ , πως κατσιάζουν τα κορμιά , σαν κούκλες
οι κοπελιές , κι οι νιοί σα χαμαντράκια !
Τ' αστέρια στάλες έγιναν ιδρώτα
και πέφτουν μες στης γης τα μαύρα αυλάκια
γυρνάει τα μάτια ο λυτρωτής , τα χνότα
ζεσταίνονται της γης , ανθούν τα κλώνια
τ' αναγυρνάει , κι η γης νεκρή στα πρώτα ,
σταυρό τα χέρια , κείτεται άγρια χιόνια !
Νικήθηκε ο καιρός , σφιχτοπλεμένα
αρχή και τέλος έσμιξαν , κι αιώνια
σπόρος-καρπός-σαπίλα έγιναν ένα .
Μεσοφρυδίς το τρίτο μάτι αγάλια
γελάστερας γελάει , κι ορμούν τα φρένα
στα πυργωτά της κεφαλής μασγάλια ,
σαν κουρσευτές που φράθηκαν τα κρούσα .
Δεντρό ' ναι ο Βούδας με κλαριά κοράλλια ,
και πρόσφορα βουβοί κρεμούν τα πλούσα
με τρόμο , με αναγάλλια οι ταξιμάροι :
οι νιοι κι οι νιες , της νιότης την αγκούσα
κι οι γέροι , του μυαλού τ' οκνό λογάρι
τα παιχνιδάκια τα παιδιά , κι ο λάβρος
φωτουρανός τον ήλιο , το φεγγάρι  .
Κι ιερό σφαγάρι μέγας φτάνει ταύρος
με πορφυρή στην τραχηλιά κορδέλα ,
σκυφτός στο λυτρωτή , ο θεός ο γαύρος ,
κι απλώνει της ζητιανάς τη σκουτέλα :
<< Ελεημοσύνη , αφεντικό , λυπήσου
τον πιο παλιό , πιστό σου δούλο , κι έλα
και πάρε με στη λύτρωση μαζί σου !
Πεινούσα κι έθρεψές με με ψαλτήρια ,
διψούσα κι εδωκές μου , για θυμήσου ,
τα κλάματα της γης μές σε κροντήρια .
Είπες : '' Τρανός θεός ο Βράμας ! '' , κι όλος
τράνεψε ευτύς '' σοφός '' , και ως τ' ακρογύρια
φράθη μυαλό της κεφαλής ο σβώλος .
Δε θέλω πια , σπλαχνίσου με , σωτήρα !
Βαριά η ζωή 'ναι αρρώστια , ο σαιτοβόλος
μέγας σκουληκοκύρης ήλιος , τήρα ,
με λέπρα σαπραχείλα κρούστωσέ με !
Του αγύριστου τη χωματένια θύρα
στα μάτια σου θωρώ , λευτέρωσέ με
πες :  '' ΄Αδειος είναι ο Βράμας ,, , και θ' αδειάσω !
Φωνάζουμε στης γης  , πονούμε , κλαίμε
δώσε μου , Κύριε , της υγειάς το ράσο ,
το χώμα , το μαντί του στοχασμού σου , 
να κατέβω κι εγώ να ξαποστάσω
βαθιά στην καταβόθρα του μυαλού σου ! >>
Ζητιάνευε ο θεός  , μα εσύ , τσοπάνη ,
σουραύλιζες γλυκά του κοπαδιού σου
κι οι στοχασμοί σου διάνευαν αλάνοι ,
του αγέρα λιόντες , ελεφάντοι αλάφια ,
στο φωτερό της κεφαλής ρουμάνι .
Τρίξαν μες στη σιγή τ' αχνά κροτάφια ,
και το ξερό δεντρό , το Πνέμα , ριχτεί
άσπρους ανθούς στ' αχώματα χωράφια .
Της σάρκας πια ξεπαραλεί το δίχτυ ,
καπνοί δαχτυλιδώνουνται γαλάζοι ,
θεοί ,θνητοί , στο ντάλα μεσονύχτι .
Την πάσα γης ο Βούδας , να , σκεπάζει
και κρέμουνται στο χάος οι πατούσες
το ανεμογκάστρι πια του κόσμου αδειάζει ,
φυράναν οι ψυχές οι πλημμυρούσες
κι απλώθηκαν νεκρές , στεφανωμένες ,
κι οι εννιά της μάταιης χλαλοής οι Μούσες .
Κι απ' τις μακάριες , να , σκουληκιασμένες
φαρδιές λαβωματιές της σαρκοφλούδας
φτερούγες ξάφνου ασκώθηκαν παρθένες
μεγάλης φεγγαρούσας πεταλούδας
καμπάνισε πραγά στον άδειο αγέρα
και χάθη ακέριος μες στο φως ο Βούδας ,
σαν άδειος μπλάβος στοχασμός του αιθέρα !


ΤΕΡΤΣΙΝΕΣ 1960


η φώτο από το ΙΔΡΥΜΑ << ΜΟΥΣΕΙΟ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ