AΠΟ ΤΗΝ << ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΓΟΥΩΛΤ ΟΥΙΤΜΑΜ >>
Ούτε στιγμή , όμορφε γέρο μου Γουώλτ Ουίτμαν ,
τα γένια σου δεν έπαψα να βλέπω γιομάτα πεταλούδες
μήτε τους βελούδινους ώμους σου που το φεγγάρι τους κούρασε .
Μήτε τη φωνή σου σαν μια κολόνα στάχτη ,
Γέρο μου , όμορφε σαν καταχνιά ,
που στέναζες όμοια μ' ένα πουλί
με το γένος διαπερασμένο με βελόνα .
Του σάτυρου εχθρέ
εχθρέ τ' αμπελιού
εραστή κορμιών κάτω από πρόσωπα λινά .
Ούτε για μια στιγμή , ώ άντρίκια ομορφιά ,
που σε βουνά από κάρβουνο , ρεκλάμες και σιδηρόδρομους
νειρεύτηκες πως ήσουν ποταμός και πως κοιμόσουν σαν ποτάμι
πλάι στον σύντροφο που έβαζε στον κόρφο του
μιας άπραγης λιοπάρδαλης τη μικρή οδύνη .
Και συ , Γουώλτ Ουίτμαν , ωραίε , κοιμού στου Χούντσωνα τις όχθες ,
με τα γένια στραμμένα στον πόλο και τα χέρια σου ανοιχτά .
Η γλώσσα σου , πηλός μαλακός είτε χιόνι , κραυγάζει .
Κοιμήσου : τίποτα δε μένει πια !
Οι τοίχοι χορεύοντας αναταράζουν τα λειβάδια
κ' η Αμερική καταβροχθίζει μηχανές και κλάματα .
Θέλω ο σφοδρός αγέρας της πιο τρίσβαθης νύχτας
ν' αφήσει άνθη και γράμματα στο γεφυρότοξο που κοιμάσαι
κι ένας αράπης μικρός ν' αναγγείλει στους λευκούς του χρυσού
πως έρχεται πια του σταχυού η βασιλεία !
Μετάφραση : Mανώλη Αναγνωστάκη - Κλείτου Κύρου