Η ΄Ανοιξη βομβαρδισμένη
απ' τα έγχρωμα κουνούπια του Demerara
.

Ο ΄Ηλιος διαβάζει ποιητικά

περιττώματα στη Σόλωνος


Η διανόηση χειροκροτεί

υποτακτικές κυβερνήσεις

και


η ποιητική νομενκλατούρα
θ' αποφανθεί :

Διογένη Γαλήνη
δεν είσαι ποιητής

21.05.2012

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

Robert Burns



 Ωδή σ'ένα ποντίκι*


Robert Burns 25 Jan 1759 - 21 Jul 1796



Μικρό γιαλιστερό γιαλιστερό ζωάκι
οπού φοβάσαι όλο και ζαρώνεις ,
μην τρέχεις να γλυτώσεις από μένα
με βιάση τόση !
Δε σε χτυπά το φτυάρι μου και δε μπορεί
να σε σκοτώσει !

Πολύ λυπάμαι που οι άνθρωποι εχτροί
γίναν σ'όλα τα πλάσματα της φύσης ,
ώστε να σκέφτεσαι τόσο κακά γι'αυτούς
και να φοβάσαι εμένα
πούχω απ'το χώμα γεννηθεί θβητός
καθώς εσένα .

Ξέρω πως κάθε τόσο , φτωχό , κλέβεις
κανένα ψίχουλο , πρέπει να ζήσεις !
Αν κάποιο στάχι πούπεσε μου πήρες
σπουδαίο δεν είναι .
Το στάχι αυτό γούρι θα φέρει , κι'άλλα
στάχια μεγάλα .

Σου γκρέμισα το τοσοδούλι σου σπιτάκι
τους παιχνιδότοιχούς του πήρε ο αέρας
και δεν υπάρχουν χλωρά μούσκλα άλλο να χτίσεις
κι'οι άνεμοι
χύμηξαν κιόλας , παγεροί σε ζώνουν
και σε δαγκώνουν .

Είχες δει τα χωράφια γυμνά κι'άδεια
κι'ένιωθες νάρχερτ 'ο κακός χιμώνας
έλπιζες βολεμένο στο νοικοκυριό σου
καλά να τον περνούσες .
Μα τρακ ! τ'αλύπητο υνί σε μια στιγμούλα μόνη
σε ξεσπιτώνει .

Πόσον καιρό ροκάνιζες για να τον στήσεις
κειο το μικρό σωρό τα καλαμοφυλλάκια .
Τώρα σε διώξαν , και δε φτάνει ο πόνος
μα δε θάχεις σπίτι
σαν πάρει στα χωράφια και το στρώνει
πάχνη και χιόνι .

Μα τυφλοπόντικα , δεν είσαι μόνος
που δείχνει πως η πρόνοια μάταιη είναι .
Τα πι' όμορφα σχέδια και ποντικών κι ανθρώπων
συχνά σωροί συντρίμια
κι'η υπόσχεση αντί χαρές μας δίνει μόνο
πλήξη και πόνο .

Και πάλι , ω ποντικέ , από με πιο ευτυχισμένος είσαι !
γιατί μονάχα τωρινά κακά σε βασανίζουν ,
ενώ εγώ , το μάτι αν στρέψω πίσω
πληγές στάζουν θ'αντικρύσω .
Κι 'αν μπρος κοιτάξω , τρέμω για ό,τι
μαντεύω νάρχεται κατόπι .

( *) Ο πραγματικός τίτλος του ποιήματος είναι : << Σε ένα
ποντίκι που του πέταξα στον αέρα τη φωλιά με το αλέτρι >> . 

Μετάφραση : Ρίτα Μπούμπη Παππά



Small, crafty, cowering, timorous little beast,
O, what a panic is in your little breast!
You need not start away so hasty
With argumentative chatter!
I would be loath to run and chase you,
With murdering plough-staff.
I'm truly sorry man's dominion
Has broken Nature's social union,
And justifies that ill opinion
Which makes thee startle
At me, thy poor, earth born companion
And fellow mortal!
I doubt not, sometimes, but you may steal;
What then? Poor little beast, you must live!
An odd ear in twenty-four sheaves
Is a small request;
I will get a blessing with what is left,
And never miss it.
Your small house, too, in ruin!
Its feeble walls the winds are scattering!
And nothing now, to build a new one,
Of coarse grass green!
And bleak December's winds coming,
Both bitter and keen!
You saw the fields laid bare and wasted,
And weary winter coming fast,
And cozy here, beneath the blast,
You thought to dwell,
Till crash! the cruel plough passed
Out through your cell.
That small bit heap of leaves and stubble,
Has cost you many a weary nibble!
Now you are turned out, for all your trouble,
Without house or holding,
To endure the winter's sleety dribble,
And hoar-frost cold.
But little Mouse, you are not alone,
In proving foresight may be vain:
The best laid schemes of mice and men
Go often awry,
And leave us nothing but grief and pain,
For promised joy!
Still you are blest, compared with me!
The present only touches you:
But oh! I backward cast my eye,
On prospects dreary!
And forward, though I cannot see,
I guess and fear!

To_a_Mouse