ΧΕΙΜΩΝΙΑΖΕΙ
Sylvia Plath is interviewed by Peter Orr of The British Council - 30th October 1962.
Αυτή είναι η ήρεμη εποχή , τίποα δεν συμβαίνει .
΄Εχω περιστρέψει τον εξολκέα της μαμής
΄Εχω το μέλι μου
Έξι βάζα
΄Εξι γατίσια μάτια στο κελάρι
Ξεχειμωνιάζουν στο σκοτάδι χωρίς παράθυρο
Στη καρδιά του σπιτιού
Δίπλα στου τελευταίου ενοίκου την ταγκή μαρμελάδα
Και τα μπουκάλια με τις λάμψεις -
Το τζιν του κυρίου Τάδε .
Σε αυτό το δωμάτιο ποτέ δεν έχω μπει .
Σε αυτό το δωμάτιο μου κόβεται η αναπνοή .
Η μαυρίλα συγκεντρώνεται εκεί σαν τσαμπί από νυχτερίδες ,
Καθόλου φως
Μόνο το αμυδρό φέγγος του φακού
Κινέζικο κίτρινο πάνω σε πράγματα αποκρουστικά -
Μαύρη αναισθησία . Φθορά .
Κατοχή .
Αυτά όμως με κατέχουν .
Δεν είναι σκληρά ούτε αδιάφορα ,
Μόνο αδαή .
Αυτή είναι η εποχή της αναμονής για τις μέλισσες - τις μέλισ -
σες
Τόσο σιγανές που μόλις και τις ακούω
Παρελαύνουν σαν στρατιώτες
Προς την κονσέρβα με το σιρόπι
Να αναπληρώσουν το μέλι που τους έκλεψα .
Το σιρόπι τις συντηρεί ,
Το ραφινάτο χιόνι .
Ζουν με σιρόπι τώρα αντί για λουλούδια ...
Το πίνουν . Το κρύο εγκαθίσταται .
Τώρα γίνονται μια μπάλα ,
Μαύρος
Νους ενάντια σε τόση λευκότητα .
Το χαμόγελο του χιονιού είναι λευκό .
Ξεδιπλώνεται , ένα μίλι μακρύ πορσελάνινο σώμα ,
Μέσα του τις θερμές μέρες
Δεν μπορούν παρά να μεταφέρουν τους νεκρούς τους .
Οι μέλισσες είναι όλες γυναίκες ,
Δούλες και η μακρόστενη βασιλική δέσποινα .
Ξεφορτώθηκαν όλους τους άντρες ,
Τους χαζούς , αδέξιους , σκουντούφληδες , τους άξεστους .
Ο χειμώνας είναι για τις γυναίκες -
Η γυναίκα ακίνητη , πλέκοντας ,
Με συνοδεία το λίκνισμα ισπανικής καρύδιάς ,
Το κορμί της ένας βολβός μέσα στο ψύχος , χωρίς μυαλό για να
σκεφτεί .
Θα επιζήσει η κυψέλη , θα καταφέρουν οι γλαδιόλες
Να καταθέσουν τις φλόγες τους
Για να εισέλθουν στην επόμενη χρονιά ;
Τι γεύση θα έχουν τα ρόδα των Χριστουγέννων ;
Οι μέλισσες πετούν . Γεύονται την άνοιξη .
SYLVIA PLATH
ποιήματα
ΚΕΔΡΟΣ
σ . -132 , 133 , 134 -
Μετάφραση
Κατερίνα και Ελένη
ΗλιοπούλουWintering
This is the easy time, there is nothing doing.
I have whirled the midwife's extractor,
I have my honey,
Six jars of it,
Six cat's eyes in the wine cellar,
Wintering in a dark without window
At the heart of the house
Next to the last tenant's rancid jam
and the bottles of empty glitters ----
Sir So-and-so's gin.
This is the room I have never been in
This is the room I could never breathe in.
The black bunched in there like a bat,
No light
But the torch and its faint
Chinese yellow on appalling objects ----
Black asininity. Decay.
Possession.
It is they who own me.
Neither cruel nor indifferent,
Only ignorant.
This is the time of hanging on for the bees--the bees
So slow I hardly know them,
Filing like soldiers
To the syrup tin
To make up for the honey I've taken.
Tate and Lyle keeps them going,
The refined snow.
It is Tate and Lyle they live on, instead of flowers.
They take it. The cold sets in.
Now they ball in a mass,
Black
Mind against all that white.
The smile of the snow is white.
It spreads itself out, a mile-long body of Meissen,
Into which, on warm days,
They can only carry their dead.
The bees are all women,
Maids and the long royal lady.
They have got rid of the men,
The blunt, clumsy stumblers, the boors.
Winter is for women ----
The woman, still at her knitting,
At the cradle of Spanis walnut,
Her body a bulb in the cold and too dumb to think.
Will the hive survive, will the gladiolas
Succeed in banking their fires
To enter another year?
What will they taste of, the Christmas roses?
The bees are flying. They taste the spring.
http://www.americanpoems.com/poets/sylviaplath/1461