μόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροιδέψουν τ’ άστρα ,
μόνο φυτρώνουν άλογα στις μηρμηγκοφωλιές
και τα κοράκια κολυμπάν σ’ ένα πηγάδι μ’ αίμα .
Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει ,
έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει .
Κρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης ,
σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια .
Στου πικραμένου την αυλή χορτάρι μαύρο .
Μόνο ένα βράδι του Μαγιού πέρασε ένας αγέρας ,
ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου ,
ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης .
Κι αν θα διψάσεις για νερό θα στίψουμε ένα σύννεφο ,
κι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
μόνο καρτέρει μια στιγμή ν’ ανοίξει ο πικραπήγανος ,
ν’ αστράψει ο μαύρος ουρανός , να λουλουδίσει ο φλόμος .
Μα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη ,
είταν του Μάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα ,
ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου ,
ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης .