Οταν γυρίζανε το βράδυ
στις σκηνές τους
οι εξόριστοι της Μακρονήσου
(όσοι γλιτώνανε την απομόνωση)
έβγαζαν από πάνω τους
τα λερωμένα ρούχα
της άγριας ερημιάς
κι έπειτα
διάβαζαν Ομηρο και Σαίξπηρ
Παλαμά και Πάμπλο Νερούδα
χωρίς λέξεις και βιβλία.
Κάποιοι άλλοι έπαιζαν μελωδίες
χωρίς βιολιά, δίχως κιθάρες
και μια γυναίκα
που της είχαν ξεριζώσει
τα μαλλιά
(φορούσε
ένα μαντίλι φτιαγμένο
από φλούδες φεγγαριού)
τραγουδούσε χωρίς φωνή
τραγούδια για το δίκιο
καμιά φορά και για τον έρωτα.
Ενα βράδυ την πολιόρκησε
μια μικρή αυταρέσκεια
κι ακούμπησε νωχελικά στο πιάνο
χωρίς ουρά φυσικά
Τίναξε ελαφρά το κεφάλι της
και τα μαλλιά της έλαμπαν.
Το πρωί ξαναντύνονταν
την υπομονή ή την απελπισία
και πήγαιναν σιωπηλοί
για τα βασανιστήρια της μέρας.
Ελένη Κοφτερού